ἐξαναλῦσαι

ἐξαναλῦσαι
ἐξαναλύω
set quite free
aor inf act

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαναλύω — ἐξαναλύω (Α) 1. απαλλάσσω, απολύω, ελευθερώνω («ἄνδρα θνητόν... θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῡσαι», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. διαλύω κάτι στα στοιχεία που τό αποτελούν 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («θρυπτόμενοι [λίθοι]... έξαναλύονται», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”